- μονολήκυθος
- μονο-λήκυθος, allein mit der Ölflasche
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μονολήκυθος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… … Dictionary of Greek